πολυτέκνου

πολυτέκνου
πολύτεκνος
bearing many children
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μνημοσύνη — I Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη των Τιτάνων Ουρανού και Γης. Ήταν μία από τις επίσημες συζύγους του Δία, και απέκτησε απ’ αυτόν τις εννέα Μούσες. Τη Μ. τη λάτρευαν σαν θεά στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας, όπου και υπήρχαν ιερά ή τόποι αφιερωμένοι… …   Dictionary of Greek

  • πολυτεκνία — η, ΝΑ, και πολλατεκνία Α [πολύτεκνος] η ιδιότητα τού πολυτέκνου, το να έχει κανείς πολλά παιδιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”